αδρεναλίνη,
η, ουσ. [<γαλλ.
adrénaline], η αδρεναλίνη·
- μου
ανέβηκε η αδρεναλίνη, α.
ένιωσα μεγάλη
ψυχική ή σωματική ένταση: «μόλις είδα το φορτηγό να ’ρχεται κατά πάνω μου, μου
ανέβηκε η αδρεναλίνη απ’ το φόβο μου || όλο το βράδυ πιοτό και χορό, μου
ανέβηκε η αδρεναλίνη» β. εκνευρίστηκα πάρα πολύ: «όταν τον άκουσα να
κατηγορεί άδικα το φίλο μου, μου ανέβηκε η αδρεναλίνη και τον πλάκωσα στο ξύλο»
γ. ένιωσα έντονη σεξουαλική υπερδιέγερση: «μόλις είδα την τάδε μέσα στο
μπαράκι, μου ανέβηκε η αδρεναλίνη». Από το ότι, με αυξημένη αδρεναλίνη στον
οργανισμό, αυξάνεται η πίεση του αίματος.